- φαρμακίτης
- (I)ὁ, θηλ. φαρμακῑτις, -ίτιδος, Α1. παρασκευασμένος με δηλητήρια ή με μαγικά φίλτρα2. (κατά τον Ησύχ.) «ἀδηφάγος»3. (το θηλ. ως κύριο όν.) Φαρμακῑτις(ενν. βίβλος) τίτλος χαμένου έργου, σχετικού με τα φάρμακα, τού Ιπποκράτους4. φρ. α) «φαρμακῑτις γῆ» — η γη στην οποία ευδοκιμεί το αμπέλι, ἀμπελῑτις* (Διοσκ.)β) «Φαρμακίτιδες βίβλοι» — τίτλος έργου τού Ανδρομάχου (Γαλ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < φάρμακον + επίθημα -ίτης/ -ῖτις (πρβλ. σελην-ίτης)].
Dictionary of Greek. 2013.